- τετράστοο
- το / τετράστοον, ΝΜΑ, και τετράστῳον Μ(στην αρχ. Ρώμη) πρόδομος οικιών με τέσσερεις στοές, το αίθριομσν.αίθουσα με τετραπλή σειρά στύλων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού επιθ. τετράστοος. Για τον τ. τετράστῳον, πρβλ. πρόστῳον καθώς και τον τ. στωϊά (βλ. λ. στοά)].
Dictionary of Greek. 2013.